Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ χρησμῳδοί

См. также в других словарях:

  • νυμφόληπτοι — Χαρακτηρισμός, κατά την αρχαιότητα, προς τους «κατεχόμενους νύμφας», όπως ορίζει ο Ησύχιος, δηλαδή εκείνους που ήταν γοητευμένοι από τις νύμφες. Μερικοί από αυτούς πήραν από αυτές το δώρο της προφητείας, της μαντικής, και έγιναν χρησμωδοί, άλλοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»